- τρίβωμος
- τρίβωμος [pron. full] [ῐ], ὁ,A threefold or triangular altar, IG14.966.8 ([place name] Rome).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίβωμος — ὁ, Α τριπλός ή τριγωνικός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βωμός] … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek